- αλογάριαστα
- επίрр. не считая, без счёта
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλογάριαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς του με κάποιον: Πολλούς μήνες τώρα είμαστε αλογάριαστοι. 2. αυτός που δεν μπορεί να λογαριαστεί, αμέτρητος: Έχει πλούτο αλογάριαστο. 3. εκείνος που δε λογαριάζει, απερίσκεπτος: Έκανες… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανοίγω — άνοιξα, ανοίχτηκα, ανοιγμένος 1. μτβ., κάνω ελεύθερη την είσοδο ή το πέρασμα: Φέρε το σκεπάρνι να ανοίξουμε το κιβώτιο. 2. διευρύνω, διαπλατύνω: Άνοιξε το βήμα σου, αλλιώς θα νυχτώσουμε. 3. κάνω διάρρηξη: Απόψε οι κλέφτες άνοιξαν τρία σπίτια. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασωτία — η το να ζει κανείς άσωτα, ακόλαστα ή να σπαταλά αλογάριαστα: Σπατάλησε την πατρική περιουσία σε ασωτίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)